- αντεθνικός
- η , ό[ν] антинациональный, противоречащий интересам нации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντεθνικός — ή, ό ο αντίθετος στα συμφέροντα του έθνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
αντεθνικός — ή, ό αυτός που στρέφεται κατά του έθνους: Κατηγορήθηκε για αντεθνική δράση στη διάρκεια της Κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)